- πατερία
- πᾰτερ-ία, ἡ,A office of πατὴρ πόλεως, Cod.Just. 10.56(55).1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πατερία — πατερίᾱ , πατερία office of fem nom/voc/acc dual πατερίᾱ , πατερία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατερία — ἡ, Μ το αξίωμα ή η υπηρεσία τού πατρός πόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πατέρα τού πατήρ + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
πατέρια — πατέριον little father neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)